- λιτρίς
- λιτρ-ίς· πυξὶς σαματοδόχος, Hsch. (perh. πυξὶς δμηματοδόχος 'soap-box', λιτρίς being fromA
λίτρον 1
).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίτρον 1
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιτρίς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πυξὶς σαματοδόχος» (πιθ. «σμηματοδόχος»), σαπουνοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρον* + επίθημα –ίς (πρβλ. σημαντρ ίς)] … Dictionary of Greek